Αἰγυπτιακαί

Αἰγυπτιακαί
Αἰγυπτιακός
of
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αἰγυπτιακαί — Αἰγυπτιακός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυγκέας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Αφαρητιάδες, γιος του Aφαρέα και της Αρήνας και αδελφός του Ίδα, με τον οποίο αποτελούσε ένα θεϊκό ζευγάρι διδύμων. Ο Παυσανίας αναφέρει (Δ’, 2,5) ότι και οι δύο αδελφοί ζούσαν στην Αρήνη, πόλη της… …   Dictionary of Greek

  • Πεντάκης, Γεράσιμος — (1838 – 1899). Αραβιστής και συγγραφέας, που έχει στο ενεργητικό του τη συγγραφή του πρώτου Eλληνοαραβικού λεξικού της νεότερης βιβλιογραφίας μας (Αλεξάνδρεια 1867 και β’ έκδοση το 1885). Eργάστηκε ως διερμηνέας στο ελληνικό προξενείο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”